- τυμπανίστρια
- η, ΝΑβλ. τυμπανιστής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τυμπανίστρια — τυμπανιστής one who beats the fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανιστρίας — τυμπανιστρίᾱς , τυμπανιστής one who beats the fem acc pl τυμπανιστρίᾱς , τυμπανιστής one who beats the fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τυμπανιστής — ο, θηλ. τυμπανίστρια, ΝΑ [τυμπανίζω] αυτός που χτυπά το τύμπανο, ο τυμπανοκρούστης νεοελλ. (ειδικά) στρατιώτης, μαθητής ή αθλητής που χτυπά το τύμπανο για να δίνει και να διατηρεί τον βηματισμό φάλαγγας σε πορεία, ιδίως κατά τις παρελάσεις, ή… … Dictionary of Greek
Λε Καρέ, Τζον — (John Le Carré, Πουλ, Ντόρσετ 1931 –). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Άγγλου συγγραφέα Ντέιβιντ Τζον Μουρ Κόρνγουελ (David John Moore Cornwell). Σπούδασε στο Μπερν και στην Οξφόρδη και ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του διδάσκοντας στο κολέγιο του Ίτον την… … Dictionary of Greek